-
1 κηκίω
A gush, bubble forth, θάλασσα.. κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε much brine gushed up through his mouth, Od.5.455, cf.A.R.1.542;ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα S.Ph. 784
: c.acc.cogn., bubble with, send forth,κήκιε πόντος ἀϋτμήν A.R.4.929
:—[voice] Med., ooze,αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων S.Ph. 697
. [[pron. full] ῐ [dialect] Ep.: [pron. full] ῑ S.ll.cc.]
См. также в других словарях:
κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… … Dictionary of Greek